ξεπεταρούδι

ξεπεταρούδι
το
1. το ξεπεταρόνι
2. παιδί που αρχίζει να μεγαλώνει και να αντιλαμβάνεται το νόημα πολλών πραγμάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξεπετώ + υποκορ. κατάλ. -αρούδι (πρβλ. μαθητ-αρούδι σκολει-αρούδι].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ξεπεταρούδι — το παιδί κάπως μεγαλωμένο (όχι νήπιο) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”